χἀτέρας

χἀτέρας
ἁτέρᾱς , ἅτερος
sṃ
fem acc pl (doric)
ἁτέρᾱς , ἅτερος
sṃ
fem gen sg (doric aeolic)
ἑτέρᾱς , ἕτερος
D Mort.
fem acc pl
ἑτέρᾱς , ἕτερος
D Mort.
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Ρόλι, σερ Γουόλτερ — (Raleigh, Χέις, Ντέβονσαϊρ 1552 – Λονδίνο 1618). Άγγλος θαλασσοπόρος και συγγραφέας. Αντιναύαρχος και διοικητής της σωματοφυλακής της βασίλισσας Eλισάβετ, στάλθηκε στον Νέο Κόσμο με τη διαταγή να αποικίσει τα βορειοαμερικανικά εδάφη που… …   Dictionary of Greek

  • Φρενό, Φιλίπ — (Fréneau, Νέα Υόρκη 1752 – Φρίχολντ, Nιου Tζέρσεϊ 1832). Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθρώπους των γραμμάτων της λογοτεχνικής ιστορίας της νέας ηπείρου. Ήταν ντεϊστής, υποστηρικτής της σωτηρίας της ψυχής και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”